Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η μάχη

  • 1 μάχη

    [махи] ста. Θ. бой, сражение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μάχη

  • 2 бой

    боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.
    1. μάχη•

    наступательные бой επιθετικές μάχες•

    бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•

    поле боя το πεδίο της μάχης•

    вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•

    морской бой ναυμαχία•

    решающий бой αποφασιστική μάχη•

    рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•

    уличный бой οδομαχία•

    разгорался η μάχη άναψε•

    вести бой διεξάγω μάχη•

    взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•

    дать бой δίνω μάχη•

    вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•

    принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•

    уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•

    отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•

    сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•

    выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.

    2. αγώνας, πάλτρ•

    классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.

    3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•

    кулачный бой η πυγμαχία.

    4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•

    бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•

    барабанный бой η τυμπανοκρουσία.

    5. σπάσιμο, θραύση•

    бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•

    яйца-бой αυγά σπασμένα.

    εκφρ.
    брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•
    бой-баба βλ. баба.,

    Большой русско-греческий словарь > бой

  • 3 ожесточённый

    ожесточённый σκληρός, άγριος, λυσσώδης- \ожесточённыйая борьба η σκληρή μάχη· \ожесточённый бой η λυσσώδης μάχη
    * * *
    σκληρός, άγριος, λυσσώδης

    ожесточённая борьба́ — η σκληρή μάχη

    ожесточённый бойη λυσσώδης μάχη

    Русско-греческий словарь > ожесточённый

  • 4 бой

    бой
    м
    1. ἡ μάχη:
    воздушный \бой ἡ ἀερομαχία; морской \бой ἡ ναυμαχία; рукопашный \бой ἡ μάχη σῶμα προς σώμα; у́личные бой οἱ ὁδομαχίες; встречный \бой ἡ ἀντεπίθεση; давать \бой δίνω μάχη; брать с бо́ю παίρνω (или κυριεύω) ἐξ ἐφόδου; сдаваться без бо́я παραδίδομαι ἀμαχητί;
    2. (борьба, состязание) ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας [-ών]:
    кулачный \бой ἡ πυγμαχία; \бой быко́в ἡ ταυρομαχία; петушиный \бой ἡ ἀλεκτορομαχία, ὁ ἀγώνας πετεινών
    3. (удары):
    \бой часов ὁ χτύπος τοῦ [ὠ]ρολογίου; барабанный \бой ἡ τυμπανοκρουσία;
    4. (битая посуда и т. ἡ.) τά σπασμένα, τά θρύψαλλα

    Русско-новогреческий словарь > бой

  • 5 рукопашный

    επ
    - рукопашный бой μάχη σώμα με σώμα, εκ του συστάδην•

    -ая схватка μάχη με άρπαγμα στα χέρια.

    ουσ. рукопашный α.
    -ая θ. μάχη σώμα με σώμα. || τσακωμός, καβγάς.

    Большой русско-греческий словарь > рукопашный

  • 6 битва

    битва ж η μάχη
    * * *
    ж
    η μάχη

    Русско-греческий словарь > битва

  • 7 бой

    бой м 1) η μάχη 2) (часов. барабана) о χτύπος
    * * *
    м
    1) η μάχη
    2) (часов, барабана) ο χτύπος

    Русско-греческий словарь > бой

  • 8 сражение

    сражение с η μάχη; морское \сражение η ναυμαχία
    * * *
    с
    η μάχη

    морско́е сраже́ние — η ναυμαχία

    Русско-греческий словарь > сражение

  • 9 рукопашная

    рукопашн||ая
    ж разг μάχη σώμα προς σώμα, μάχη ἐκ του συστάδην.

    Русско-новогреческий словарь > рукопашная

  • 10 сражение

    сражение
    с ἡ μάχη:
    выигрывать \сражение κερδίζω τήν μάχη· морское \сражение ἡ ναυμαχία.

    Русско-новогреческий словарь > сражение

  • 11 схватка

    схватка
    ж (стычка) ἡ συμπλοκή, ἡ μάχη:
    рукопа́шная \схватка μάχη ἐκ τοῦ συστάδην смертельная \схватка ἡ θανάσιμη συμπλοκή.

    Русско-новогреческий словарь > схватка

  • 12 штыковой

    штык||овой
    прил:
    \штыковойова́я рана ἡ πληγή ἀπό λόγχη· \штыковойово́й бой ἡ μάχη μέ ἐφ' ὅπλου λόγχες, ἡ μάχη ἐκ τοῦ συστάδην \штыковойова́я атака ἔφοδος μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη.

    Русско-новогреческий словарь > штыковой

  • 13 битва

    θ.
    μάχη•

    битва под сталинградом η μάχη του Στάλινγκραντ.

    Большой русско-греческий словарь > битва

  • 14 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 15 довоевать

    -воюю, -воюешь
    ρ.σ.
    τελειώνω τη μάχη, τον πόλεμο, πολεμώ, μάχομαι ως το τέλος.
    χάνω τη μάχη, τον πόλεμο, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > довоевать

  • 16 завязать

    -вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завязанный, -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    завязать веревку δένω την τριχιά•

    завязать галстук δένω τη γραβάτα•

    завязать двойной узел διπλοκομποδένω.

    2. πιάνω, συνάπτω• αρχίζω πρώτος•

    завязать дружбу πιάνω φιλία•

    завязать разговор πιάνω κουβέντα•

    завязать переписку ανοίγω αλληλογραφία•

    завязать бой συνάπτω μάχη•

    завязать отношения πιάνω σχέσεις•;- спор αρχίζω συζήτηση•

    завязать перестрелку αρχίζω πρώτο£ τους πυροβολισμούς.

    3. (γι φυτά) γονιμοποιούμαι•

    завязать плод πιάνω (δένω) καρπό.

    1. δένομαι.
    2. αρχίζω, συνάπτομαι, πιάνομαι•. -лся бой πιάστηκε η μάχη.
    3. (για φυτά) γονιμοποιούμαι•

    плод -лся ο καρπός έδεσε.

    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. завязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > завязать

  • 17 пасть

    паду, падёшь, παρλθ. χρ. пал, пала, пастьло, μτχ. παρλθ. χρ. павший κ. παλ. падший ρ.σ.
    1. βλ. падать (1, 3, 4, 6, 7, 8 σημ.).
    2. πέφτω (σκοτώνομαι στη μάχη).
    3. (πολιτ.) ανατρέπομαι, παραιτούμαι•

    пало правительство έπεσε η κυβέρνηση.

    4. παραδίνομαι, υποτάσσομαι, κυριεύομαι ύστερα από μάχη•

    константинополь пал в 1453 г. η Κωνσταντινούπολη έπεσε το 1453.

    5. (διαλκ.) διαδίδομαι, κυκλοφορώ•

    -ли слухи κυκλοφόρησαν φήμες.

    θ.
    1. στόμα ζώου, θηρίου.
    2. μτφ. κοιλότητα σκοτεινή, χάσκουσα.
    θ.
    (διαλκ. κ. κυνηγ.)• παγίδα (για άγρια ζώα ή πτηνά).

    Большой русско-греческий словарь > пасть

  • 18 рать

    θ.
    1. παλ. μάχη• πόλεμος• κρο•

    рать вопролитная рать αιματηρή μάχη.

    2. παλ. • το στράτευμα.
    3. μτφ. παλ. πλήθος, πληθώρα αντ ιπάλων.

    Большой русско-греческий словарь > рать

  • 19 сражение

    ουδ.
    μάχη•

    поле -я πεδίο της μάχης•

    выиграть сражение κερδίζω τη μάχη.

    || αγώνας, πάλη, διαμάχη.

    Большой русско-греческий словарь > сражение

  • 20 форсировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.
    1. επιταχύνω, επισπεύδω• (εν)δυναμώνω.
    2. υψώνω, ανεβάζω, αυξαίνω• ζορίζω.
    3. (στρατ.) εκπορθώ• υπερνικώ• υπερπηδώ τα εμπόδια•

    форсировать реку παίρνω με μάχη το ποτάμι•

    форсировать железнодорожный узел καταλαβαίνω με μάχη το σιδηροδρομικό κόμπο.

    επιταχύνομαι, επισπεύδομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > форсировать

См. также в других словарях:

  • μάχη — battle fem nom/voc sg (attic epic ionic) μαχάω wish to fight pres imperat act 2nd sg (doric) μαχάω wish to fight pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μαχάω wish to fight imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) συμμαχέω to be an ally… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχῃ — μάχη battle fem dat sg (attic epic ionic) μάχομαι fight pres subj mp 2nd sg μάχομαι fight pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — η 1. ένοπλη σύγκρουση δύο στρατών: Ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας πολέμησε στη μάχη των Θερμοπυλών. 2. μτφ., επίμονη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες: Έγινε μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εργαζομένους για τα νέα ασφαλιστικά μέτρα. 3. έντονη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… …   Dictionary of Greek

  • Αετού, μάχη — Μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που έγινε στο χωριό Καστανιά, στη θέση Αετός, κοντά στην Υπάτη (Μάιος 1821). Τη θέση αυτή κατέλαβαν οι οπλαρχηγοί Γκούρας, Σαφάκας και Σκαλτσάς προκειμένου να επιτεθούν και να κυριεύσουν την Υπάτη, με τελικό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • Μυκάλης, μάχη της- — Μάχη η οποία έγινε τον Σεπτέμβριο του 479 π.Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών στη νότια παραλία της ομώνυμης χερσονήσου της ΝΔ Μικράς Ασίας. Ο περσικός στόλος, ο οποίος ήταν αραγμένος στη Σάμο, όταν έφτασε η είδηση ότι ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον …   Dictionary of Greek

  • Καπορέτο, μάχη του- — Μάχη μεταξύ του ιταλικού στρατού και των συνασπισμένων γερμανικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, που διεξήχθη κοντά στην ομώνυμη πόλη (σημερινό Κόμπαραντ της Σλοβενίας), στις όχθες του ποταμού Ισόνζο. Εκεί τα… …   Dictionary of Greek

  • Μαντζικέρτ, μάχη του- — Μάχη (1071) μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στην αρμενική πόλη του Μ., κοντά στη λίμνη Βαν. Ηγέτης του βυζαντινού στρατου ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 1071) και των Τούρκων ο Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να τον νικήσει… …   Dictionary of Greek

  • Μάχη του — Σ. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου, από τις 16 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1941 η σοβιετική στρατιά του στρατάρχη Τιμοσένκο, αντιμετώπισε κοντά στο Σ., τη γερμανική στρατιά του στρατάρχη φον Μποκ με σκοπό να καθυστερήσει την… …   Dictionary of Greek

  • μαχῇ — μάχομαι fight fut ind mid 2nd sg (attic epic ionic) μάχομαι fight pres subj mp 2nd sg (ionic) μάχομαι fight pres ind mp 2nd sg (ionic) μαχάω wish to fight pres subj mp 2nd sg (doric) μαχάω wish to fight pres ind mp 2nd sg (doric) μαχάω wish to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»